- γλωσσογάστωρ
- γλωσσο-γάστωρ, ορος, ὁ, ἡ,A living by one's tongue, Com. ap. Poll.2.108.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλωττογάστωρ — γλωσσογάστωρ , γλωσσογάστωρ living by one s tongue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek
γλωττογάστορες — γλωσσογάστορες , γλωσσογάστωρ living by one s tongue masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)